αρρενοτοκία

αρρενοτοκία

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "αρρενοτοκία" в других словарях:

  • ἀρρενοτοκία — ἀρρενοτοκίᾱ , ἀρρενοτοκία bearing of male children fem nom/voc/acc dual ἀρρενοτοκίᾱ , ἀρρενοτοκία bearing of male children fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρρενοτοκία — ἀρρενοτοκία, η (Μ) [αρρενοτόκος] η γέννηση αρσενικών παιδιών …   Dictionary of Greek

  • ἀρρενοτοκίας — ἀρρενοτοκίᾱς , ἀρρενοτοκία bearing of male children fem acc pl ἀρρενοτοκίᾱς , ἀρρενοτοκία bearing of male children fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρρενοτοκίαν — ἀρρενοτοκίᾱν , ἀρρενοτοκία bearing of male children fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»