αρρενοτοκία
Смотреть что такое "αρρενοτοκία" в других словарях:
ἀρρενοτοκία — ἀρρενοτοκίᾱ , ἀρρενοτοκία bearing of male children fem nom/voc/acc dual ἀρρενοτοκίᾱ , ἀρρενοτοκία bearing of male children fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρρενοτοκία — ἀρρενοτοκία, η (Μ) [αρρενοτόκος] η γέννηση αρσενικών παιδιών … Dictionary of Greek
ἀρρενοτοκίας — ἀρρενοτοκίᾱς , ἀρρενοτοκία bearing of male children fem acc pl ἀρρενοτοκίᾱς , ἀρρενοτοκία bearing of male children fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρρενοτοκίαν — ἀρρενοτοκίᾱν , ἀρρενοτοκία bearing of male children fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)